- ρέλιασμα
- το, -ατοςη πράξη και το αποτέλεσμα του ρελιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρέλιασμα — το Ν [ρελιάζω] η κατασκευή στριφώματος σε ύφασμα ή ένδυμα … Dictionary of Greek
μαργέλι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 116 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται 42 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παπαφλέσσα. * * * και μαργέλλι, το 1. (για πηγάδι) κράσπεδο, χείλος 2. ραμμένη… … Dictionary of Greek
μαργέλωμα — και μαργέλλωμα [μαργελώνω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού μαργεμαργέλωμα λώνω, στρίφωμα, ρέλιασμα … Dictionary of Greek
περιρραφή — η, Ν [περιρράπτω] 1. η ραφή γύρω από κάτι, η ραφή κομματιού υφάσματος αφού τό αναδιπλώσουμε, το στρίφωμα, το ρέλιασμα 2. ιατρ. η περίπαρση … Dictionary of Greek
πιρμπίλωμα — και μπιμπίλωμα, το [μπιρμπιλώνω] 1. η διακόσμηση εσωρούχων, μαντιλιών ή κεντημάτων με μπιρμπίλα 2. στρίφωμα, ρέλιασμα … Dictionary of Greek
φέλιασμα — το, ατος 1. το να φελιάζεις (βλ. λ.), το να προσθέτεις με ράψιμο κομμάτι υφάσματος στα άκρα φορέματος, το ρέλιασμα: Τελείωσα το φέλιασμα του γιακά. 2. ταινία υφάσματος ραμμένη στα άκρα φορέματος, μάτισμα, ματισιά, τσόντα: Στο μανίκι έβαλα μπλε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)